- νευρίνη
- ηκοινή ονομασία ακόρεστης οργανικής ένωσης, βάσης τού τεταρτοταγούς αμμωνίου, που σχηματίζεται κατά την αφυδάτωση τής χολίνης και κατά τη σήψη τών ζωικών ιστών και είναι ουσία πολύ τοξική.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neurine < νεύρο + κατάλ. -ίνη*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].
Dictionary of Greek. 2013.