νευρίνη

νευρίνη
η
κοινή ονομασία ακόρεστης οργανικής ένωσης, βάσης τού τεταρτοταγούς αμμωνίου, που σχηματίζεται κατά την αφυδάτωση τής χολίνης και κατά τη σήψη τών ζωικών ιστών και είναι ουσία πολύ τοξική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neurine < νεύρο + κατάλ. -ίνη*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νευρίνῃ — νεύρινος made of sinew fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεύρο — το (ΑΜ νεῡρον) 1. συν. στον πληθ. τα νεύρα βιολ. όργανα υπό μορφή υπόλευκης ταινίας ή νήματος τα οποία μεταφέρουν τις αισθητικές και κινητικές διεγέρσεις μεταξύ εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού αφ ενός και τών διαφόρων οργάνων, αφ ετέρου, και πρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”